ἀποσκυδμαίνω

Revision as of 15:34, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

   A to be enraged with, μὴ . . ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65.

German (Pape)

[Seite 325] heftig grollen, zürnen, τινί Il. 24. 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκυδμαίνω: ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

s’irriter contre, τινι.
Étymologie: ἀπό, σκυδμαίνω.

English (Autenrieth)

be utterly indignant at; τινί, imp., Il. 24.65†.

Spanish (DGE)

irritarse contra μὴ ... ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν Il.24.65.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και -σκύζω) σκυδμαίνω
είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκυδμαίνω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).