σχολαίως

Revision as of 09:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

French (Bailly abrégé)

adv.
1 à loisir;
2 lentement;
Cp. σχολαιότερον ou σχολαίτερον et σχολαίτερα, Sp. σχολαίτατα.
Étymologie: σχολαῖος.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. σχολαῑος.

Russian (Dvoretsky)

σχολαίως: (compar. σχολαίτερον и σχολαιότερον) медлительно, медленно, лениво Her., Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

(see also: σχολαῖος) slowly