ῥεῖθρον

Revision as of 13:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό, Att. contr. from Ion. and Ep. ῥέεθρον, which is used by Trag. once in dialogue, A.Pers.497, freq. in lyr.: (ῥέω):—

   A that which flows, a river, stream, ποταμοῖο ῥέεθρα the streams, waters of... Il.14.245; ἐρατεινὰ ῥ. 21.218; Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥ. 8.369, cf. h.Hom.19.9, etc.; παρθενόσφαγα ῥ. streams of a maiden's blood, A.Ag. 210 (lyr.): sg., ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον πᾶν ἐς τὸ ὤρυξε χωρίον Hdt.1.186, cf. 179, Th.7.74; Ἀλφεοῦ ῥέεθρον Pi.O.9.18; ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος A.Pers.497; ὅταν περάσῃς ῥεῖθρον Id.Pr.790; esp. of rivulets, brooks, X.Cyn.5.15, Plb.3.71.4, Jul.Or.3.126d.    II bed or channel of a river, ἄψορρον . . κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Il.21.382; ποταμοῦ ῥ. ἀπεξηρασμένον Hdt.7.109; ποταμὸν ἐκτραπέσθαι ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥ. Id.1.75; παρατρέψας [τὸν ποταμὸν] δι' ὧν νῦν ῥέει ῥεέθρων, i.e. ἐκ τῶν ῥεέθρων δι' ὧν νῦν ῥέει, Id.7.130, cf. 127:—signf. 1 and 11 are sts. hard to distinguish, cf. Hdt.1.191, 2.11, 9.51.

German (Pape)

[Seite 837] τό, att. zsgz. aus dem ion., auch bei Dichtern gew. ῥέεθρον, das Fließende, der Fluß, daher im plur. die Fluthen; Hom. ποταμῶν, Il. 14, 245; ἐρατεινὰ ποταμοῖο, 21, 218; h. 18, 9 steht ῥεῖθρα; παρὰ ῥέεθρον Ἀλφεοῦ, Pind. Ol. 9, 18, sonst immer im plur., Ἀσωποῦ, Δίρκας, Εὐρώτα, N. 9, 9 I. 1, 29. 4, 33; Στρυμόνος, Aesch. Pers. 497; ῥεῖθρον, Prom. 792; auch von Blut, Ag. 203; Soph. immer im plur., wie Eur., der El. 794 die gew. Form, sonst ῥέεθρα, hat, Xen. Cyn. 5, 15 u. Folgde; bes. von kleinen Flüssen u. Bächen, wie Pol. 3, 70, 1. 4, 41, 7. Auch das Flußbett, Her. 1, 186. 191. 2, 11. 7, 109. 130; Plut. Sull. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεῖθρον: τό, Ἀττ. συνῃρ. ἐκ τοῦ Ἰων. καὶ Ἐπικ. ῥέεθρον, ὅπερ παρὰ τοῖς Τραγ. κεῖται ἅπαξ ἐν διαλόγῳ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 497, ἀλλ’ ἐν τοῖς λυρικοῖς συχνάκις: (ῥέω): ὡς καὶ νῦν, ῥεῦμα, ποταμοῖο ῥεῖθρα, τὰ ῥεῖθρα τοῦ ποταμοῦ ..., Ἰλ. Ο. 245· ἐρατεινὰ ῥ. Φ. 218· Στυγὸς ὕδατος αἶπα ῥ. Θ. 369· ῥεῖθρα, πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. 18. 9, ἀκολούθως παρὰ Τραγ.· ῥύακες αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 210. - ἑνικ., ἐκτρέψας τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον … ἐς τὸ ὤρυσσε χωρίον Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 75., 179· ῥέεθρον Ἀλφειοῦ Πινδ. Ο. 9. 29· ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος Αἰσχύλ. Πέρσ. 497· ὅταν περάσης ῥεῖθρον ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 790· μάλιστα ἐπὶ ποταμίων καὶ ῥυακίων, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ. ΙΙ. ἡ κοίτη ποταμοῦ, ἄψορρον ... κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Ἰλ. Φ. 382· ποταμοῦ ῥ. ἀπεξηρασμένον Ἡρόδ. 7. 109· ποταμὸν ἐκτραπέσθαι ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥ. ὁ αὐτ. 1. 75· παρατρέψας [τὸν ποταμὸν] δι’ ὧν νῦν ῥέει ῥεέθρων, δηλ. ἐκ τῶν ῥεέθρων δι· ὧν νῦν ῥέει, ὁ αὐτ. 7. 130, πρβλ. 127., 9. 51· - ἄν καὶ δὲν δύναταί τις εὐκόλως πάντοτε νὰ διακρίνῃ τὴν κοίτην τοῦ ποταμοῦ ἀπὸ τῶν ὑδάτων τῶν ῥεόντων ἐν τῇ κοίτῃ, ἴδε Ἡρόδ. 1. 191., 2. 11· πρβλ. ἀπολείπω IV. (Περὶ τῆς καταλήξ., πρβλ. πτολίεθρον.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 courant d’un fleuve ; particul. petit fleuve;
2 lit d’un fleuve;
3 flots de sang.
Étymologie: contr. de ῥέεθρον.

Greek Monotonic

ῥεῖθρον: τό, Αττ. συνηρ. από το Ιων. και Επικ. ῥέεθρον (ῥέω
I. αυτό που ρέει, το ποτάμι, το υδάτινο ρεύμα, κυρίως σε πληθ., ποταμοῖο ῥέεθρα (ῥεῖθρα), σε Ομήρ. Ιλ.· Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥεῖθρα, ρυάκια αίματος, σε Αισχύλ.· σε ενικ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. κοίτη ή κανάλι ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ῥεῖθρον: эп.-ион. ῥέεθρον τό тж. pl.
1) течение, поток, струя (ποταμοῖο ῥέεθρα Hom.; ῥ. Στρυμόνος Aesch.): παρθενόσφαγα ῥεῖθρα Aesch. потоки крови заколотой девы (Ифигении);
2) речка, ручей Polyb.;
3) русло (ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων, sc. ὁ ποταμός Her.).

Middle Liddell

ῥεῖθρον, ου, τό, [ῥέω]
I. that which flows, a river, stream, mostly in pl., ποταμοῖο ῥέεθρα Il.; Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥ. Il.; streams of blood, Aesch.:—sg., Hdt., Aesch.
II. the bed or channel of a river, Il., Hdt.

English (Woodhouse)

stream