ἀπόλουσις

Revision as of 14:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A ablution, Pl.Cra.405b, Sor.1.83.

German (Pape)

[Seite 313] ἡ, das Abwaschen, Plat. Crat. 405 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόλουσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολούειν, Πλάτ. Κρατ. 405Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 118: ― ὡσαύτως -λουσμός, ὁ, Θεοδώρητ. τ. 2, σ. 401.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ ablución Pl.Cra.405b, Sor.60.29.

Greek Monolingual

ἀπόλουσις, η (AM) απολούω
μσν.
λουτρό στο οποίο υποβάλλονταν οι χριστιανοί επτά ημέρες μετά το βάπτισμα
αρχ.
πλύση του σώματος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόλουσις: εως ἡ смывание, омовение Plat.

English (Woodhouse)

purification