νεόδροπος

Revision as of 15:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A = νεόδρεπτος, κλάδοι A.Supp.354.

German (Pape)

[Seite 241] = νεόδρεπτος, κλάδοι, Aesch. Suppl. 349.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδροπος: -ον, = νεόδρεπτος, κλάδοι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 354.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νεόδρεπτος.

Greek Monolingual

νεόδροπος, -ον (Α)
νεόδρεπτος («κλάδοισι νεοδρόποις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό-δροπος, ωμό-δροπος].

Russian (Dvoretsky)

νεόδροπος: Aesch. = νεόδρεπτος.

English (Woodhouse)

newly gathered, newly plucked