παρεκδέχομαι

Revision as of 12:39, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A take in a wrong sense, misconstrue, M.Ant.5.6, Anon.in Tht.19.46.

German (Pape)

[Seite 513] (s. δέχομαι), anders oder falsch aufnehmen und auslegen, mißdeuten, M. Ant. 5, 6 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκδέχομαι: ἐκλαμβάνω ἐσφαλμένως, νοῶ κακῶς, «παρανοῶ», Μ. Ἀντωνῖν. 5. 6, Εὐσ.

French (Bailly abrégé)

interpréter mal ou d’une autre manière.
Étymologie: παρά, ἐκδέχομαι.

Greek Monolingual

Α
εκλαμβάνω ή αντιλαμβάνομαι κάτι λανθασμένα, παρανοώ, παρερμηνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκδέχομαι «δέχομαι, εκλαμβάνω, ερμηνεύω»].