παλίνδικος

Revision as of 20:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ον,

   A litigious, Crates Com.51.

German (Pape)

[Seite 450] einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνδῐκος: -ον, ὁ πάλιν περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ πολλάκις δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ ἐναντίον τοῦ νόμου ἐνεργῶν, παράνομος, = βίαιος, Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26.

Greek Monolingual

παλίνδικος, -ον (Α)
1. αυτός που δικάζεται πάλι
2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δικος (< δίκη)].