πρατίας

Revision as of 20:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = πρατήρ, Com.Adesp.336.5 (dub., cf. πρᾶος).

German (Pape)

[Seite 696] ὁ, = πρατήρ, Phot. lex. ὁ τὰ δημόσια πωλῶν, κήρυξ δημόσιος; comic. b. Poll. 7, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτίας: -ου, ὁ, = πρατήρ, ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Πολυδ. Ζ΄, 8· «πρατίας· ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων» Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. πρατήρ
2. (κατά τον Ησύχ.) «πρατίας
δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρατός + επίθημα -ίας].