ἀνέκφορος

Revision as of 21:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ον,

   A not to be brought to light, Iamb.VP32.226, Poll.5.147.    2 Medic., ἀνέκφορα πάντα γίγνεται there is a general stoppage (of intestinal obstruction), Archig. ap. Aët.9.28.

German (Pape)

[Seite 221] nicht ans Licht zu bringen, nicht zu verbreiten, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέκφορος: -ον, ὁ μὴ εἰς φῶς ἐκφερόμενος, ὁ ἄρρητος, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 226, Πολυδ. Ε΄, 147.

Spanish (DGE)

-ον
1 no divulgado ἀνέκφορα διατηροῦντες ἀγράφως ἐν μνήμῃ Iambl.VP 226, cf. Poll.5.147.
2 medic. retenido en el intestino ἀνέκφορα πάντα γίγνεται Archig. en Aët.9.28 (p.333).

Greek Monolingual

ἀνέκφορος, -ον (AM)
1. αυτός που δεν πρέπει να εκφέρεται στο φως, ο άρρητος
2. Ιατρ. εκείνος που δεν εκφέρεται, δεν εξάγεται από τον οργανισμό κανονικά.