ἡμίδραχμον
English (LSJ)
τό,
A half-drachma, Poll.6.160; τέταρτον ἡ. IG12.373.18: as an apothecaries' weight, Gal.13.674, al.
German (Pape)
[Seite 1167] τό, eine halbe Drachme, Poll. 6, 160; B. A. 263.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίδραχμον: τὸ ἡμίσεια δραχμή, Πολυδ. Ϛ΄, 160.
Greek Monolingual
ἡμίδραχμον, τὸ (Α)
1. μισή δραχμή
2. σταθμική μονάδα για φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δί-δραχμον, τρί-δραχμον].