ἡμίδραχμον

Revision as of 21:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

τό,

   A half-drachma, Poll.6.160; τέταρτον ἡ. IG12.373.18: as an apothecaries' weight, Gal.13.674, al.

German (Pape)

[Seite 1167] τό, eine halbe Drachme, Poll. 6, 160; B. A. 263.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίδραχμον: τὸ ἡμίσεια δραχμή, Πολυδ. Ϛ΄, 160.

Greek Monolingual

ἡμίδραχμον, τὸ (Α)
1. μισή δραχμή
2. σταθμική μονάδα για φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δί-δραχμον, τρί-δραχμον].