ᾀσμάτιον

Revision as of 21:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

τό, Dim. of ᾆσμα, Pl.Com.235.

German (Pape)

[Seite 372] τό, dim. von ᾆσμα, Liedchen, Plat. com. Poll. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

ᾀσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ᾆσμα, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 50· σύντομον ᾆσμα, «τραγουδάκι» Πολυδ. Δ΄, 64.

Spanish (DGE)

cancioncilla Pl.Com.263
despect. versucho ἐν ᾀσματίοις Ἄρειος ... μυθολογεῖ Ath.Al.Decr.16.3.

Greek Monolingual

ἀσμάτιον, το (Α)
υποκορ. το μικρό, σύντομο άσμα.