δίγυιος

Revision as of 22:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, (γυῖον)

   A of two members, Mart. Cap.9.989,990.    II as expl. of διάγυιος, Aristid.Quint.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

δίγυιος: -ον, (γυῖον) ὁ δύο ἔχων μέλη, παρὰ τοῖς μουσικοῖς συγγραφεῦσι.

Spanish (DGE)

-ον
métr. de dos miembros dicho del pie métrico llamado παίων διάγυιος Aristid.Quint.37.9.

Greek Monolingual

δίγυιος, -ον (Α)
μουσ. αυτός που έχει δύο μελωδίες, δύο τόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -γυιος < γυίον «μέλος»].