δεκάχορδος

Revision as of 22:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A ten-stringed, λύρα Ion Lyr.3 (fort. ἑνδεκάχορδος), LXXPs.32 (33).2, al.

German (Pape)

[Seite 543] zehnsaitig, λύρα Ion bei Euclid. harm. p. 19 Meib.; vgl. δεκαβάμων.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάχορδος: -ον, ὁ ἔχων δέκα χορδάς, λύρα Ἴων Ἀποσπ. 3 (ὁ Bgk. ἀναγινώσκει ἑνδεκάχορδον), Ἑβδ. (Ψαλ. λβ΄, 2, κ. ἀλλ.)

Spanish (DGE)

-ον
de diez cuerdas ψαλτήριον LXX Ps.32.2, 91.4, cf. Origenes M.12.1304C, Eus.M.23.281A, Ath.Al.M.28.1489D.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάχορδος, -ον)
(για μουσικά όργανα) με δέκα χορδές.