δούλωσις

Revision as of 22:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A enslavement, Th.3.10, Plu.Publ.21, D.C.53.7.    2 constraint, opp. τρυφή, Pl. Lg.791d.

German (Pape)

[Seite 662] ἡ, die Unterjochung, Thuc. 3, 10 Plat. Legg. VII, 791 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δούλωσις: ἡ, ὑποδούλωσις, καθυπόταξις, Θουκ. 3.10, Πλάτ. Νόμ. 791D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
asservissement.
Étymologie: δουλόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 hecho de esclavizar, esclavitud, sometimiento Th.1.141, οὔτε γὰρ τὰ βάρβαρα καὶ πρόσοικα γένη τὴν δούλωσιν ἔφερε Plu.Alex.11, cf. I.AI 19.57, πόλεμον ἐπιφερόμενον εἰς καταστροφὴν καὶ δούλωσιν Iambl.Protr.20, c. gen. obj. τῶν ξυμμάχων Th.3.10, ἡ τῶν Ἑλλήνων δ. Themist.Ep.16, ἐπὶ δουλώσει καὶ ἀρχῇ τῶν τῇδε ἀνθρώπων D.H.1.41.2, τῆς πατρίδος Plu.Publ.21, Παννονίας D.C.53.7.1, cf. Procop.Goth.4.19.21, Thdt.M.81.1109C
fig. φάρμακον τῷ Γαΐῳ δοῦσαν ἐννοιῶν δούλωσιν habiéndole dado a Gayo (su mujer) una droga para someter sus pensamientos I.AI 19.193.
2 servicio, disciplina op. τρυφή Pl.Lg.791d.

Greek Monotonic

δούλωσις: ἡ, υποδούλωση, υποταγή, καθυπόταξη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δούλωσις: εως ἡ порабощение Thuc., Plat., Plut.

Middle Liddell

δούλωσις, ιος [from δουλόω n
enslaving, subjugation, Thuc.

English (Woodhouse)

enslavement