θεμιστοπόλος

Revision as of 08:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A ministering law and right, epith. of kings and judges, h.Cer.103.    II oracular, σηκοί, of Delphi, Klio15.48 (Delph., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1194] Gesetz u. Recht verwaltend, βασιλῆες H. h. Cer. 103; Hes. bei Schol. Lycophr. 284; von D. Hal. 5, 73 erwähnt.

Greek (Liddell-Scott)

θεμιστοπόλος: -ον, (πολέω) ἀπονέμων τὸ δίκαιον, ἐπίθετον τῶν βασιλέων καὶ δικαστῶν, Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 103· ὡς τὸ δικασπόλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui administre la justice.
Étymologie: θέμις, πολέω.

Greek Monolingual

-ο (Α θεμιστοπόλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεμιστοπόλος
ο νομικός, ο δικαστής, ο δικηγόρος
αρχ.
1. (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το δίκαιο
2. χρησμοδοτικός, μαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -πολος (< πέλω / -ομαι), πρβλ. αι-πόλος, θαλαμη-πόλος.

Greek Monotonic

θεμιστοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που απονέμει το δίκαιο, υπηρετεί τη δικαιοσύνη, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

θεμιστοπόλος: творящий суд, охраняющий законность (βασιλῆες HH).

Middle Liddell

θεμιστο-πόλος, ον πολέω
ministering law, Hhymn.