λογάω

Revision as of 09:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be fond of talking, Luc.Lex.15.    II λογάω or λογέω, fut. 3sg. λογήσει, perh. will take account, Tyrt.Fr.1.42 Diehl.

Greek (Liddell-Scott)

λογάω: ἐφετικὸν τοῦ λέγω, ἀρέσκομαι ἢ ἐπιθυμῶ νὰ ὁμιλῶ Λουκ. Λεξιφ. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
avoir envie de parler.
Étymologie: λόγος.

Greek Monolingual

λόγος·1. στοχάζομαι, λογαριάζω, αναλογίζομαι
2. (το β' πληθ. προστ. ως διηγηματικό μόριο) λογάτε
λοιπόν, μαθές, σκεφθείτε, συλλογιστείτε.

Russian (Dvoretsky)

λογάω: иметь охоту говорить Luc.