Cret. for θέϊνος,
A sacred, Leg.Gort.10.42, SIG526.29(iii B.C.),al.
θῖνος: (= θέϊνος, θεῖος), πεδέχεν θίνων καὶ ἀνθρωπίνων Ἐπιγρ. Κνωσίων ἐν Δήλῳ, Bull. de cor. hell. IV. σ. 353.
θῑνος, ὁ (Α)επιγρ. ιερός.[ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. του θέινος].