προπλώω
English (LSJ)
Ion. for προπλέω, Hdt.5.98.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προπλώω: Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ τοῦ προπλέω, Ἡρόδ. 5. 98.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προπλέω.
Greek Monotonic
προπλώω: Ιων. αντί προπλέω, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
προπλώω: ион. Her. = προπλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπλώω zie προπλέω.