ἄγερθεν
English (LSJ)
Dor. and Ep. 3pl. aor. 1 Pass. of ἀγείρω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄγερθεν: ἠγέρθησαν, Δωρ. καὶ Ἐπικ. γ΄ πληθ. τοῦ α΄ παθ. ἀορ. τοῦ ἀγείρω.
Greek Monotonic
ἄγερθεν: Δωρ. και Επικ. γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἄγερθεν: эп. (= ἠγέρθησαν) 3 л. pl. aor. pass. к ἀγείρω.