Ep. 2sg. subj. aor. 2 Med. from ἄρνυμαι, Il., Hes.
see ἄρνυμαι.
v. ἄρνυμαι.
ἄρηαι: Επικ. αντί ἄρῃ, βʹ ενικ. υποτ. Μέσ. αορ. βʹ του αἴρω.
ἄρηαι: эп. 2 л. sing. aor. 2 conjct. med. к αἴρω.