ἐμπολάω

Revision as of 15:52, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

impf.

   A ἠμπόλων Ar.V.444, (ἀπ-) E.Tr.973: fut. -ήσω S.Ant.1063: aor. ἠμπόλησα, but in Is.11.43 ἐνεπόλησα (Scaliger for ἐνέπωλ-): pf. ἠμπόληκα S.Aj.978, Ar.Pax367; late ἐμπεπόληκα Luc.Cat.1:—Med. (v. infr.):—Pass., aor. ἠμπολήθην S.Tr.250: pf. ἠμπόλημαι, Ion. ἐμπ (ἐξ-) Hdt.1.1, S.Ant.1036:—get by barter or traffic, once in Hom., in Med., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο they were getting much substance by traffic, Od.15.456:—Act., get by sale, ἐξ ὧν [[[προβάτων]] etc.] ἐνεπόληλαν τετρακισχιλίας [[[δραχμάς]]] Is. l.c., cf. X.An.7.5.4: hence, earn, procure, τό γ' εὖ πράσσειν . . κέρδος ἐμπολᾷ S.Tr.93.    2 deal or trafficin, ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον Id.Ant.1037; purchase, buy, Id.OT1025, Ar.V.444, Pax367,563, etc.; οὐκ ἐλεύθερος ἀλλ' ἐμποληθείς S.Tr.250:—Med., λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν E.Cret.7.    3 ἐ. τὴν ἐμὴν φρένα make profit of my mind by dealing with me, S.Ant. 1063.    II abs., traffic, ἵν' ἐμπολᾷ βέλτιον Ar.Pax448; νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἐμπολῶ to the amount of 50 drachmae, ib.1201; οὐκέτ' ἐμπολῶμεν οὐδ' εἰς ἥμισυ Id.Th.452.    2 metaph., deal or fare in any way, ἠμποληκότα τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα having dealt in most things with success, A.Eu.631; κάλλιον ἐμπολήσει will fare better in health, Hp.Morb.4.49; ἆρ' ἠμπόληκας ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῖ; S.Aj. 978.    III ἐμπολῶντο· ἐνεβάλλοντο, Hsch.

German (Pape)

[Seite 816] perf. ἠμπόληκα, aber auch ἐμπεπόληκα, Luc. Catapl. 1, vgl. ἀπεμπ. u. ἐξεμπ. (ἐμπολή); einkaufen, erhandeln; Hom. nur im med., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο, sie erhandelten viel Güter, Od. 15, 456; ἐμπολᾶτε τὸν πρὸς Σάρδεων ἤλεκτρον Soph. Ant. 1024; οὐκ ἐλεύθερος, ἀλλ' ἐμποληθείς Tr. 249; ἐμπολητός Phil. 415; Ar. Pax 367 u. öfter; für Verkauftes einnehmen, ἐξ ὧν (προβάτων, κριθῶν, οἴνου) ἐνεπόλησαν (Bekker noch ἐνεπώλησαν) τετρακισχιλίας δραχμάς Isae. 11, 43; οὐδ' ὀβολὸν ἐμπεπολήκαμεν, auch nicht einen Obolus haben wir eingenommen, verdient, Luc. Catapl. 1; übertr., τό γ' εὖ πράσσειν, ἐπεὶ πύθοιτο, κέρδος ἐμπολᾷ, trägt Gewinn ein, Soph. Tr. 93; ἀπὸ στρατείας γάρ μιν ἠμποληκότα τὰ πλεῖστ' ἀμείνον' εὔφροσιν, als er den Feldzug meist glücklich beendet, Aesch. Eum. 601; ἆρ' ἠμπόληκας; hast du es vollendet, den Gewinn erlangt, den du gewünscht, Soph. Ai. 957, wo Lob. zu vgl. Auch = verkaufen, verhandeln, δρέπανον πεντήκοντα δραχμῶν Ar. Pax 1201, wie 448 u. öfter; Xen. An. 7, 5, 4; übertr., τὴν ἐμὴν φρένα Soph. Ant. 1050, d. i. betrügen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολάω: παρατ. ἠμπόλων Ἀριστοφ. Σφ. 444, (ἀπ-) Εὐρ.: μέλλ. -ήσω Σοφ. Ἀντ. 1063: ἀόρ. ἠμπόλησα, ἀλλὰ παρ’ Ἰσαίῳ 88. 26 ἐνεπόλησα (πρβλ. ἐκκλησιάζω): πρκμ. ἠμπόληκα Τραγ.: - Μέσ., ἴδε κατωτέρω: - Παθ., ἀόρ. ἠμπολήθην Σοφ.: πρκμ. ἠμπόλημαι, Ἰων. ἐμπ- (ἐξ-) Ἡρόδ., Σοφ.: (συγγενὲς τῷ πωλέω, ὃ ἴδε)· κερδαίνω ἐμπορευόμενος, συσσωρεύω, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο, «ἐπραγμάτευον πωλοῦντες καὶ ἀγοράζοντες» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 455· οὕτως ἐν τῇ ἐνεργ., λαμβάνω ἐκ πωλήσεως, ἐξ ὧν προβάτων, κτλ. ἐνεπόλησαν τετρακισχιλίας δραχμὰς Ἰσαῖος ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 5, 4· - ἐντεῦθεν, φέρω, ἀποφέρω, τό γ’ εὖ πράσσειν... κέρδες ἐμπολᾷ Σοφ. Τρ. 93· κερδαίνω, κτῶμαι, δόξαν ἠμποληκότα Γρηγ. Ναζ. Ποίημ. 2. σ. 210, ἔκδ. Κολωνίας. 2) ἐμπορεύομαι, ἐμπολᾶτε τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον Σοφ. Ἀντ. 1037· ὠνοῦμαι, ἀγοράζω, σὺ δ’ ἐμπολήσας ἢ τυχών μ’ αὐτῷ δίδως; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1025, Ἀριστοφ. Σφ. 444, Εἰρήν. 367, 53· οὐκ ἐλεύθερος ἀλλ’ ἐμποληθεὶς Σοφ. Τρ. 250· ἀλλὰ τὸ ὠνέομαι ἦτο ἡ συνήθης λέξις ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας: - πρβλ. ἐμπολητός, ἐξεμπολάω. 3) ὡς μὴ ’μπολήσων ἴσθι τὴν ἐμὴν φρένα, ἤξευρε ὅτι δὲν θὰ ἐξαγάγῃς κέρδος ἐκ τοῦ σκοποῦ μου, Σοφ. Ἀντ. 1063, πρβλ. 1055, 1061. ΙΙ. ἀπολ., ἐμπορεύομαι, κάμνω πώλησιν, ἵν’ ἐμπολᾷ βέλτιον Ἀριστοφ. Εἰρ. 448· νυνὶ δὲ πεντήκοντα δραχμῶν ἐμπολῶ, ἡ πώλησίς μου φθάνει τὰς πεντήκοντα δραχμάς, αὐτόθι 1201· οὐκέτ’ ἐμπολῶμεν οὐδ’ ὡς ἥμισυ ὁ αὐτ. Θεσμ. 452. 2) μεταφ., πράττω ἢ κατορθῶ τι ἐπιτυχῶς, ἀπὸ στρατείας γὰρ ἠμποληκότα τὰ πλείστ’ ἄμεινον Αἰσχύλ. Εὐμ. 631· κάλλιον ἐμπολήσει ὁ ἄνθρωπος, θὰ βελτιωθῇ ἡ κατάστασις τοῦ (πάσχοντος) ἀνθρώπου, Ἱππ. 507. 34· ἠμπόληκας = πέπραγας: ἆρ’ ἠμπόληκας ὥσπερφάτις κρατεῖ Σοφ. Αἴ. 978 (ἀλλ’ ἴσως τὸ ἠμπόληκά σ’ = προδέδωκά σ’ εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠμπόλων, f. ἐμπολήσω, ao. ἐνεπόλησα, pf. ἠμπόληκα;
Pass. ao. ἠμπολήθην, pf. ἠμπόλημαι;
I. faire du commerce, trafiquer, négocier, acheter, vendre;
II. p. suite
1 gagner : ἀμείνον ἐμπ. ESCHL avoir plus de succès, réussir;
2 procurer en gén. : κέρδος SOPH un gain;
Moy. ἐμπολάομαι-ῶμαι se procurer par le trafic : βίοτον πολύν OD des ressources abondantes.
Étymologie: ἐμπολή.

English (Autenrieth)

only mid. ipf., ἐμπολόωντο, gained for themselves by trading, Od. 15.456†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. med. 3a plu. c. diéct. ἐμπολόωντο Od.15.456; frec. formas de tiempos secundarios y perf. c. aum. temp. y alarg. de la vocal inicial: impf. ἠμπόλα Ar.V.444; perf. ἠμπόληκα A.Eu.631, Ar.Pax 367]
I 1c. mov. desde el suj. comerciar con, vender νυνὶ δὲ πέντε γ' αὐτὰ δραχμῶν ἐμπολῶ pero ahora los vendo a cinco dracmas Ar.Pax 1201, en v. pas. τὰ ... ἐξ ἀγορᾶς ἐμποληθέντα κρεάδια Ael.NA 2.47
abs. ἵν' ἐμπολᾷ βέλτιον (δορυξός) para aumentar su negocio (un fabricante de lanzas) Ar.Pax 448, ὥστ' οὐκέτ' ἐμπολῶμεν οὐδ' εἰς ἥμισυ así que ya no vendemos ni la mitad Ar.Th.452, cf. LXX Am.8.5, PCair.Zen.453.6 (III a.C.)
fig. ὡς μὴ 'μπολήσων ἴσθι τὴν ἐμὴν φρένα entérate de que no voy a vender mi pensamiento S.Ant.1063.
2 c. mov. hacia el suj. adquirir mediante compra o intercambio, comprar σὺ δ' ἐμπολήσας, ἢ τυχών μ'; ¿tú, me has comprado o me encontraste? dice Edipo niño, S.OT 1025, (διφθέραι) ἃς οὗτος αὐτοῖς ἠμπόλα Ar.V.444, οὐδὲν ἠμπόληκά πω Ar.Pax 367, cf. 563, Luc.Lex.3, en v. pas. οὐκ ἐλεύθερος, ἀλλ' ἐμποληθείς no libre, sino comprado, e.e. esclavo S.Tr.250, cf. Philostr.VA 7.12.
3 gener. procurarse, obtener como beneficio o mediante intercambio o venta τὸν πρὸς Σάρδεων ἤλεκτρον ... καὶ τὸν Ἰνδικὸν χρυσόν S.Ant.1037, ὁ ... Ἡρακλείδης ἔλεγεν ὅτι οὐ πλέον ἐμπολήσαι X.An.7.5.4, ἐξ ὧν ἐνεπόλησεν τετρασκιχιλίας ἐνακοσίας (δράχμας) de la venta de los cuales obtuvo cuatro mil novecientas dracmas Is.11.43, ἡμεῖς δὲ οὐδέπω οὐδὲ ὀβολὸν ἐμπεπολήκαμεν Luc.Cat.1, cf. Ach.Tat.8.16.3
tb. en v. med. βίοτον πολύν Od.l.c., λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν procurándome una furtiva Cipris ref. amores adúlteros, E.Fr.4.7C
fig. c. ac. abstr. ganarse δόξαν Trag.Adesp.181, πολλὰ ... στίγματα Luc.Cat.24
tb. en v. med. ἠμπολησάμην φθόνον Gr.Naz.M.37.1025A.
4 econ., en pap. recaudar, ingresar dinero, sólo en v. pas. μηνι(αῖος) λόγος τῶν ἐμποληθ(έντων) εἰς τὴν ... ὠνήν relación mensual de ingresos a cuenta de la concesión del cobro de la tasa por el alquiler de los puestos del mercado PKöln 228.6, cf. SB 12695.5 (ambos II d.C.).
II usos esp. fig.
1 procurar, proporcionar τό γ' εὖ πράσσειν ... κέρδος ἐμπολᾷ la fortuna procura ganancia S.Tr.93.
2 conseguir, lograr en sent. posit. o neg., acabar en éxito o infortunio νιν, ἠμποληκότα τὰ πλεῖστ' ἄμεινον a él, que había conseguido éxito en la mayoría de las cosas A.l.c., πολλῷ κάλλιον ἐμπολήσει ὁ ἄνθρωπος mucho mejor le irá al individuo ref. la salud, Hp.Morb.4.49, sent. neg. ἆρ' ἠμπόληκας ὥσπερ ἡ φάτις κρατεῖ; ¿has acabado en desgracia como mantiene el rumor? S.Ai.978.

Greek Monotonic

ἐμπολάω: παρατ. ἠμπόλων, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠμπόλησα, παρακ. ἠμπόληκα — Παθ., αόρ. αʹ ἠμπολήθην, παρακ. ἠμπόλημαι, Ιων. ἐμπ- (ἐμπλοκή
I. 1. κερδίζω μέσω ανταλλαγής προϊόντων ή με το εμπόριο, βγάζω χρήματα, σε Σοφ., σε Ξεν. — Μέσ., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο, αποκτούσαν πολλά υπάρχοντα (μεγάλη περιουσία) μέσω του εμπορίου, σε Ομήρ. Οδ.
2. συναλλάσσομαι ή εμπορεύομαι κάτι, ψωνίζω, αγοράζω, σε Σοφ.· μεταφ., ἐμπ. τὴν ἐμὴν φρένα, βγάζει κέρδος, επωφελείται με το να ασχολείται μαζί μου, στον ίδ.
II. απόλ., συναλλάσσομαι ως έμπορος, εμπορεύομαι, πουλώ, σε Αριστοφ.· μεταφ., ἠμποληκὼς τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα, αυτός που έχει χειριστεί τα περισσότερα πράγματα με επιτυχία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολάω: (impf. ἠμπόλων, fut. ἐμπολήσω, aor. ἐνεπόλησα, pf. ἠμπόληκα - Luc. ἐμπεπόληκα; pass.: aor. ἠμπολήθην, pf. ἠμπόλημαι)
1) закупать, покупать (τἀπὸ Σάρδεων ἤλεκτρον Soph.; ἄλφιτα καὶ πυρόν Arph.; med. βίοτον πολύν Hom.): ἐμποληθείς (sc. ἀνήρ) Soph. проданный, т. е. раб;
2) выручать от продажи (τετρακισχιλίας δραχμὰς ἔκ τινος Isae.; οὐ πλεῖον Xen.);
3) получать, приобретать (κέρδος Soph.): ἠμποληκὼς τὰ πλεῖστ᾽ ἀμείνονα Aesch. достигнув в большинстве случаев успехов;
4) зарабатывать (οὐδ᾽ ὀβολόν Luc.);
5) продавать (πεντήκοντα δραχμῶν τι Arph.): ἐ. βέλτιον Arph. продать выгоднее; ἐμπολῆσαι τὴν φρένα τινός Soph. обмануть кого-л.

Middle Liddell

ἐμπολή
I. to get by barter or traffic, earn, Soph., Xen.:—Mid., βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο they were getting much substance by traffic, Od.
2. to deal or traffic in a thing, to purchase, buy, Soph.:—metaph., ἐμπ. τὴν ἐμὴν φρένα to make profit of my mind, by dealing with me, Od.
II. absol. to deal as a merchant, traffic, Ar.:—metaph., ἠμποληκὼς τὰ πλεῖστ' ἀμείνονα having dealt in most things with success, Aesch.