ἐπιβάσκω
English (LSJ)
causal of ἐπιβαίνω, c. gen., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Αχαιῶν
A lead them into misery, Il.2.234. (Perh. by haplology from ἐπιβιβάσκω.)
German (Pape)
[Seite 928] Il. 2, 234 κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, ins Unglück führen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβάσκω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω ΙΙ, μετὰ γεν., οὐ μὲν ἔοικεν ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, «οὐ μὴν πρέπει ἀρχηγὸν ὄντα τῶν Ἑλλήνων ἐπὶ κακῶν ἐπιβιβάζειν αὐτοὺς» (Θ. Γαζῆς), δηλ. νὰ ὁδηγῇς αὐτοὺς εἰς δυστυχίας, Ἱλ. Β. 234.
French (Bailly abrégé)
seul. inf. épq. ἐπιβασκέμεν;
plonger dans, gén..
Étymologie: ἐπί, βάσκω.
English (Autenrieth)
equivalent to the causative tenses of ἐπιβαίνω, bring into; κακῶν, Il. 2.234†.
Greek Monolingual
ἐπιβάσκω (Α)
κάνω κάποιον να βαδίσει προς ορισμένη κατεύθυνση, οδηγώ.
Greek Monotonic
ἐπιβάσκω: Ενεργ. του ἐπιβαίνω, με γεν., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν, οδηγείς αυτούς σε δυστυχία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβάσκω: [causat. к ἐπιβαίνω вводить, погружать, ввергать (κακῶν ἐπιβασκέμεν τινά Hom.).
Middle Liddell
Causal of ἐπιβαίνω
c. gen., κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν to lead them into misery, Il.