ἰδιόκριτος
English (LSJ)
ον (-κοιτον cod.),= ἰδιόρρυθμος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1236] nach eigenem Urtheil verfahrend, Hesych., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόκρῐτος: -ον, (τὰ Ἀντίγραφα -κοιτον), = ἰδιόρρυθμος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰδιόκριτος, -ον (Α)
ιδιόρρυθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά-κριτος, ά-κριτος].