ὀξυφεγγής
English (LSJ)
ές,
A bright-beaming, epith. of ῥόδα, Chaerem.8.
German (Pape)
[Seite 355] ές, scharf, hell glänzend, ῥόδα, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 d.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠφεγγής: -ές, ὁ ὀξέως λάμπων, λαμπρός, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 608F.
Greek Monolingual
ὀξυφεγγής, -ές (Α)
αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ-φεγγής].