army
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. στρατός, ὁ, στράτευμα, τό, στρατόπεδον, τό, P. στρατιά, ἡ, V. (sometimes) δόρυ, τό (Eur., Phoenissae 1086).
expedition: P. and V. στόλος, ὁ; see expedition.
P. and V. στρατός, ὁ, στράτευμα, τό, στρατόπεδον, τό, P. στρατιά, ἡ, V. (sometimes) δόρυ, τό (Eur., Phoenissae 1086).
expedition: P. and V. στόλος, ὁ; see expedition.