Ληναϊκός

Revision as of 13:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A of or belonging to the Λήναια, ἀγῶνες Posidipp. ap. Ath.7.414e; διδασκαλίαι Plu.2.839d; θέατρον Λ. Poll.4.121.

Greek (Liddell-Scott)

Ληναϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ Λήναια, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 68, Πλούτ. 2. 839D· θέατρον Λ. Πολυδ. Δ΄, 121.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les fêtes du pressoir.
Étymologie: Λήναια.

Greek Monotonic

Ληναϊκός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα Λήναια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Ληναϊκός: относящийся к Ленеям, разыгрываемый в праздник виноделия Plut., Anth.