βιβλάριον

Revision as of 14:48, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, little book, PLille1.7.7 (iii B. C.), AP11.78 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 444] τό, dim. zu βιβλίον, Büchlein, Lucill. 18 (XI, 78).

Greek Monolingual

βιβλάριον, το (Α)
μικρό βιβλίο.

Greek Monotonic

βιβλάριον: τό, υποκορ. του βίβλος, σε Ανθ.· βιβλαρίδιον, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[Dim. of βίβλος, Anth.]