βούλημα

Revision as of 15:04, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A purpose, Gorg.Hel.6 (pl.), Ar.Av.993, Isoc.3.15, D.18.49 (pl.); intent, τοῦ νομοθέτου Pl.Lg.769d, 802c (pl.), al.; τὸ β. τῆς κρίσεως intention to judge, Id.Phlb.41e: pl., βουλήμασι Μοίρης IG 12(7).303.    2 meaning, οὐδεὶς σαφῶς παρέδωκε τὸ β. Ael.Tact.18.1; τὸ β. τοῦ ποιητοῦ Hipparch.1.4.9, al.    3 intention of a testator, BGU 361ii 23 (ii A. D.): hence, will, testament, POxy.907.1 (iii A. D.), PLips. 29.7 (iii A. D.).    II express will, consent, τῆς συγκλήτου Plb.6.15.4.

German (Pape)

[Seite 457] τό, das Gewollte, Wille, Absicht, τοῦ νομοθέτου, κρίσεως, Plat. Legg. VI, 769 d Phil. 41 e; Isocr. 3, 15; Dem. 25, 13; Arist. Eth. 2, 1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βούλημα: τό, σκοπός, πρόθεσις, Πλάτ. Νόμ. 769D, 802C, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἡ ἐκπεφρασμένη θέλησις, συναίνεσις, τῆς συγκλήτου Πολύβ. 6. 15, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dessein, intention.
Étymologie: βούλομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1propósito, intención Ar.Au.993, Isoc.3.15, D.18.49, LXX 2Ma.15.5, τοῦ νομοθέτου Pl.Lg.769d, cf. Arist.EN 1103b4, τὸ β. ... τῆς κρίσεως la intención del juzgar Pl.Phlb.41e, τὸ β. ταύτης (τῆς φύσεως) el designio de ésta (de la naturaleza) M.Ant.5.1.5, Origenes Io.32.21
plan τοῦ Λυκούργου Plu.2.238e
plu. decisiones, designios Μοίρης βουλήμασι IG 12(7).303 (Minoa), Τύχης Gorg.B 11.6, τῶν τυράννων Arist.Pol.1314a26, cf. Aristid.Or.5.23, τοῦ Σεβαστοῦ καὶ Ἀγρίππα I.AI 16.173.
2 consentimiento ἄνευ τοῦ συγκλήτου βουλήματος Plb.6.15.4, cf. D.C.55.3.4-5.
3 sentido οὐδεὶς σαφῶς παρέδωκε τὸ β. Ael.Tact.18.1, τὸ β. τοῦ ποιητοῦ Hipparch.1.4.9, τὸ β. μυστικόν Origenes Hom.4.1 in Ier.
II 1decisión concr. como acto de voluntad, PTeb.407.9 (II d.C.).
2 voluntad de Dios Ep.Rom.9.19, Epiph.Const.Haer.70.7, θεῶν Corn.ND 22.2, de un testador BGU 361.2.23 (II d.C.)
de donde última voluntad, testamento, PLips.29.7 (III d.C.), Mitteis Chr.317.14, 26 (III d.C.), POxy.3758.63, 192 (IV d.C.).

English (Abbott-Smith)

βούλημα, -τος, τό (< βούλομαι), [in LXX: Pr 9:10 (דַּעַת), II Mac 15:5, IV Mac 8:18 *;]
purpose, will: Ac 27:43, Ro 9:19, I Pe 4:3.†SYN.: θέλημα.

English (Strong)

from βούλομαι; a resolve: purpose, will.

English (Thayer)

βουλήματος, τό (βούλομαι), will, counsel, purpose: θέλημα). (Plato down.) (Synonym: cf. θέλω, at the end.)

Greek Monolingual

βούλημα, το (AM) βούλομαι
μσν.
συμβουλή
αρχ.
1. σκοπός, πρόθεση
2. συναίνεση.

Russian (Dvoretsky)

βούλημα: ατος τό
1) решение, заключение Plat., Isocr., Arst., Dem.;
2) замысел, намерение, тж. желание, воля Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούλημα -ατος, τό βούλομαι bedoeling, wil :. τύχης βουλήματα de bedoelingen van het lot Gorg. B 11.6; τὸ τοῦ νομοθέτου βούλημ (α) de bedoeling van de wetgever Plat. Lg. 769d.

Chinese

原文音譯:boÚlhma 布累馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:商議(果效)
字義溯源:決定,定意,意願,旨意,商議,任意而行;源自(βούλομαι)*=願意)
出現次數:總共(3);徒(1);羅(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 意願(1) 彼前4:3;
2) 旨意(1) 羅9:19;
3) 任意而行(1) 徒27:43

English (Woodhouse)

volition, wish