δημοθοινία

Revision as of 18:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A public feast, Arist.Mu.400b21 (pl.), Luc.Dem. Enc.16, CIG2880 (Branchidae), Ph.2.55, OGI533.9 (Ancyra):— Delph. δᾱμο-, SIG672.53.

German (Pape)

[Seite 563] ἡ, Volksschmaus, Luc. Dem. enc. 16; Alciphr. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
banquet populaire.
Étymologie: δῆμος, θοίνη.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): dór. δᾱμο- FD 3.238.2, 7, SIG 672.53 (ambas Delfos II a.C.)

• Grafía: graf. δημοθυν- IStratonikeia 202.19 (Panamara II d.C.), 266.23 (Panamara II/III d.C.)
banquete público gener. en el marco de fiestas relig. δημοθοινίαι νόμιμοι καὶ πανηγύρεις ἐνιαύσιοι θεῶν τε θυσίαι Arist.Mu.400b21, τὰς ὑπὲρ τῆς πόλεως θυσίας τοῖς θεοῖς καλλιερήσας δημοθοινίαν ἐποίησεν IClaros 1.M.2.36 (II a.C.), cf. FD ll.cc., SIG l.c., OGI 533.9, IStratonikeia 266.23 (Panamara II/III d.C.), τῆς θεραπείας εὐωχουμένης ὥσπερ ἐν δημοθοινίᾳ Ph.2.55, ὅλην τὴν πόλιν δημοθοινίαις εἱστίασεν IG 7.2712.19 (Acrefia I d.C.), διανομαὶ καὶ δημοθοινίαι IG 4.602.10 (Argos II d.C.), τὸν δῆμον ἐν θέαις καὶ διανομαῖς καὶ πανηγύρεσι καὶ δημοθοινίαις διῆγον Luc.Phal.1.3, cf. Dem.Enc.16, ἐν δημοθοινίαις ... καὶ ἱεροῖς ἐπιβωμίοις καὶ θεῶν ἑορταῖς Lib.Decl.43.47
en ámbito crist. ἑορτάζουσι τοῦ πάθους (τοῦ Δεσπότου) τὴν μνήμην καὶ τὸν τοῦ θανάτου καιρὸν δημοθοινίας ἔχουσι καὶ πανηγύρεως ἀφορμήν festejan el recuerdo de la pasión (del Señor) y hacen del tiempo de su muerte la ocasión de un banquete y una celebración Thdt.Ep.Sirm.64, cf. Cyr.Al.Nest.4.5 (p.86).

Greek Monolingual

δημοθοινία, η (AM)
1. δημόσια ευτυχία, συμποσιακό γεύμα που παρατίθεται στον λαό
2. γιορτάσιμη μέρα
(«ἐτησίῳ γεραίρονται δημοθοινίᾳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + θοίνη «συμπόσιο, ευτυχία»].

Greek Monotonic

δημοθοινία: ἡ (θοίνη), δημόσιο πανηγύρι, συμπόσιο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δημοθοινία: ἡ общественное пиршество Arst., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοθοινία -ας, ἡ [δῆμος, θοίνη] openbaar banket.

Middle Liddell

θοίνη
a public feast, Luc.