διορθεύω

Revision as of 19:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

= sq., only in E.Supp.417 μὴ διορθεύων λόγους not    A judging rightly of words.

Greek (Liddell-Scott)

διορθεύω: τῷ ἑπομ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 417, μὴ διορθεύων λόγους, μὴ κρίνων ὀρθῶς περὶ λόγων· ἴδε Matthia ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

c. διορθόω.

Spanish (DGE)

dirigir correctamente fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.Supp.417.

Greek Monolingual

διορθεύω (Α) ορθεύω
κρίνω ορθά.

Greek Monotonic

διορθεύω: μέλ. -σω, κρίνω σωστά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διορθεύω: делать прямым: δ. λόγους Eur. правильно рассуждать.

Middle Liddell

fut. σω
to judge rightly, Eur.