εὐπρεπίζω

Revision as of 20:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

in Pass.,    A to be acceptable, Aq.Ps.140(141).6.

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐπρεπίζω) ευπρεπής
κάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω
μσν.
μέσ. εὐπρεπίζομαι
1. είμαι προικισμένος με κάτι
2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος.