εὔπεμπτος

Revision as of 20:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A missilis, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπεμπτος: -ον, ὁ εὐκόλως πεμπόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

εὔπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)].