εὑρετέος

Revision as of 20:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

α, ον,    A to be discovered, found out, Th.3.45.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὑρετέος: adj. verb. к εὑρίσκω.

Middle Liddell

εὑρετέος, η, ον verb. adj. of εὑρίσκω,]
to be discovered, found out, Thuc.