καλάθωσις

Revision as of 22:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[λᾰ], εως, ἡ,    A coffering of a ceiled roof, Gloss.; cf. καλαθίσκος 1.2.

Greek Monolingual

καλάθωσις, ἡ (Μ) καλαθώ
1. φάτνωση, κατασκευή οροφής διακοσμημένης με διάφορα ποικίλματα, κυρίως με καλαθίσκους, με διακοσμήσεις σε σχήμα καλαθιού
2. η ίδια η διακόσμηση της οροφής με γλυπτούς καλαθίσκους
3. η διακοσμημένη ή γλυπτή οροφή, ιδίως με γλυπτούς καλαθίσκους.