κατάχολος

Revision as of 22:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A very bilious, ὑποχωρήματα Hp.Epid.7.14, cf.Aët.8.74.

German (Pape)

[Seite 1391] sehr gallig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάχολος: -ον, (χολὴ) πλήρης χολῆς, Ἱππ. 1215C.

Greek Monolingual

κατάχολος, -ον (Α)
γεμάτος χολή, χολώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χολος (< χόλος «χολή, οργή»), πρβλ. διά-χολος, περί-χολος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάχολος -ον [κατά, χολή] met veel gal.