καταχεύω

Revision as of 08:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ep. for sq.:—Med.,    A τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν Hes.Op. 583.

Greek (Liddell-Scott)

καταχεύω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., τέττιξ καταχεύετ’ ἀοιδὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581.

Greek Monolingual

καταχεύω (Α)
καταχέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χεύω (επιτ. τ. του χέω)].

Greek Monotonic

καταχεύω: Επικ. αντί επόμ.· Επικ. Μέσ. παρατ., τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν, σε Ησίοδ.