κλοπικός

Revision as of 09:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A thievish, τὸ κ. Pl.Cra.408a.

German (Pape)

[Seite 1456] diebisch; τὸ κλοπικὸν καὶ ἀπατηλόν, von Hermes, Plat. Crat. 407 e, v. l. κλωπικός.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπικός: ἴδε κλωπικός.

Greek Monolingual

κλοπικός, -ή, -όν (Α) κλοπή
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπικός -ή -όν [κλοπή] diefachtig.

Russian (Dvoretsky)

κλοπικός: v. l. = κλωπικός.