κτηματίτης

Revision as of 09:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ], ον, ὁ,    A = κτηματικός 1, Lycurg.Fr.93, Socr.Ep.29.5.

German (Pape)

[Seite 1519] ὁ, der Eigenthümer, bes. der Viel besitzt, Lycurg. in VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κτηματίτης: -ου, ὁ, κτηματικός, Λυκοῦργ. παρὰ τῷ Σουΐδ., Ἐπιστ. Σωκρ. 27, σ. 58, 11.

Greek Monolingual

κτηματίτης, ὁ (AM)
κάτοχος πολλών κτημάτων, μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αρματ-ίτης, δωματ-ίτης)].