κόλλητρα

Revision as of 10:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τά,    A cost of plumber's labour, POxy.736.91 (i A.D.).

Greek Monolingual

κόλλητρα, τὰ (Α)
η αμοιβή για τη συγκόλληση μεταλλικών αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κολλη- (πρβλ. ε-κόλλη-σα, αόρ. του κολλῶ) + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγη-τρον, κίνη-τρον)].