κύρημα

Revision as of 10:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,    A = κύρμα, windfall, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1536] τό, was Einem begegnet, zustößt, = κύρμα, von Suid. ἐπίτευγμα, ἕρμαιον erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κύρημα: τό, = κύρμα, «ἐπίτευγμα, συγκύρημα, ἕρμαιον» Σουΐδ., Φώτ.

Greek Monolingual

κύρημα, τὸ (Α) κύρω
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) κύρμα.