λιπαρόζωνος

Revision as of 11:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la brillante ceinture.
Étymologie: λιπαρός, ζώνη.

Greek Monolingual

λιπαρόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ζώνη.

Greek Monotonic

λῐπᾰρόζωνος: -ον (ζώνη), αυτός που έχει λαμπρή ζώνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόζωνος: украшенный блистающим поясом, опоясанный сиянием (ἅλιος Eur.).

Middle Liddell

λῐπᾰρό-ζωνος, ον ζώνη
bright-girdled, Eur.