μεσοταγής

Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A placed in the middle, [[[ἀριθμοί]]] lamb.in Nic.p.84 P.

German (Pape)

[Seite 140] ές, in der Mitte eingeordnet (?).

Greek (Liddell-Scott)

μεσοτᾰγής: -ές, τεταγμένος, τοποθετημένος ἐν τῷ μέσῳ, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 119Α.

Greek Monolingual

μεσοταγής, -ές (Α)
αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. -τάγ-ην), πρβλ. αρτιο-ταγής].