μιλτεῖον

Revision as of 12:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A vessel for storing μίλτος, AP6.205 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 186] τό, Gefäß mit aufgelös'tem Mennig, Röthel, Leon. Tar. 4 (VI, 205).

Greek (Liddell-Scott)

μιλτεῖον: τό, ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐτίθετο μίλτος, Ἀνθ. Π. 6. 205.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour le minium ou le vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Greek Monolingual

μιλτεῑον, τὸ (Α) μίλτος
αγγείο κατάλληλο για φύλαξη μίλτου.

Greek Monotonic

μιλτεῖον: τό, δοχείο για διατήρηση της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται μίλτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μιλτεῖον: τό сосуд для красной краски (сурика, охры или киновари) Anth.

Middle Liddell

μιλτεῖον, ου, τό,
a vessel for keeping μίλτος in, Anth.