μεταχώρησις

Revision as of 12:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A departure, withdrawal, εἰς τοὺς θεούς Arr.Fr. 134 J.    II change of direction, in pl., Procl.Hyp.1.27: generally, change, τοῦ δ εἰς ζ Eust.1259.61.

German (Pape)

[Seite 157] ἡ, das Weg- und Anderswohingehen, Uebergehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχώρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀλλαγὴ τόπου, μεταλλαγή, Εὐστ. 1259. 61.

Greek Monolingual

μεταχώρησις, ἡ (ΑΜ)
μεταχωρώ μσν. αλλαγή, μεταλλαγή, διαφοροποίηση
αρχ.
1. αναχώρηση
2. αλλαγή κατεύθυνσης, μεταβολή.