μιτροχίτων

Revision as of 12:46, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,    A with girded tunic, Ath.12.523d.

German (Pape)

[Seite 193] ωνος, mit einem Gürtel um das Unterkleid, Ath. XII, 523 c, im Ggstz von ἄζωστος od. ἀμιτροχίτων.

Greek (Liddell-Scott)

μιτροχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα μετὰ ζώνης ἢ ἐζωσμένον, Ἀθήν. 523D.

Greek Monolingual

μιτροχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τον χιτώνα ζωσμένο με μίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + -χίτων (< χιτών), πρβλ. κηρο-χίτων, λινο-χίτων].