μυόθηρος

Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A = ἀσπάραγος πετραῖος, Ps.-Dsc.2.125.

Greek Monolingual

μυόθηρος, ὁ (Α)
το ποώδες φυτό ασπάραγος ο πετραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -θηρός (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. μισό-θηρος].