(ναός) A take sanctuary in a temple, Leg.Gort.1.39.
ναεύω: εἰς ναὸν καταφεύγω, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν Hell. J. 2. 13, σ. 52.
ναεύω (Α) ναόςκαταφεύγω σε ναό.