ναυτεία
English (LSJ)
ἡ, A naval affairs, σύλληψις τῶν εἰς τὴν ν. OGI90.17 (Rosetta, ii B.C.), cf. PRev.Laws85.6 (iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυτεία: ἡ, = τὸ ναυτικόν, τὰ εἰς τὴν ν. Ἐπιγραφ. Μαρμάρου Ροσέττ. ἐν Συλλογ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 4697. 17.
Greek Monolingual
ναυτεία, ἡ (Α)
ναυτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -εία, κατά το στρατεία.