νωθρεύω

Revision as of 13:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A to be sluggish or torpid, Poll.1.159, Aq.Jd.19.8 :—also in Med., of persons, Hyp.Lyc.Fr.5 ; νενωθρευμένοι Hp.Coac.600 ; of tumours, νενωθρευμένα accompanied by torpor, ib.60.    2 to be poorly, indisposed, PGiss.17.6 (ii A. D.) :—Med., PSI6.717.5 (ii A. D.).

Greek Monolingual

νωθρεύω (Α) νωθρός
1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι οκνηρόςδειλός
β) είμαι αδιάθετος
2. μέσ. νωθρεύομαι
(για οίδημα) υποχωρώ δύσκολα, θεραπεύομαι αργά.