ἡ, A v. οἰκετεία.
[Seite 299] ἡ, = οἰκετεία, Ios. u. als v. l. bei Andern.
οἰκετία: ἡ, ἴδε οἰκετεία.
οἰκετία, ἡ (Α)βλ. οικετεία.